- ἀλογοειδής
- ἀλογο-ειδής, ές,A = ἀλογώδης, irrational,
ἀ. τὴν ψυχήν Dam.Pr.401
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. τὴν ψυχήν Dam.Pr.401
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλογοειδῆ — ἀλογοειδής irrational neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλογοειδής irrational masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλογοειδής irrational masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek